- διάσιμο
- το текст, снование, тканьё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαστικός — ή, ό (AM διαστικός, ή, όν) [διάζομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάσιμο ή στην υφαντική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διαστικά η αμοιβή για το διάσιμο*, η πληρωμή τής διάστρας* αρχ. το θηλ. ως ουσ. η διαστική η υφαντική … Dictionary of Greek
διάστρα — η [διάζομαι] 1. εξάρτημα τού αργαλιού, με τρύπες στην περιφέρεια, όπου τοποθετείται το νήμα για να χρησιμοποιηθεί ως στημόνι 2. γυναίκα που κάνει το διάσιμο* και επιβλέπει την τακτοποίηση τού νήματος στη διάστρα 3. ο ιστός τής αράχνης 4. η αράχνη … Dictionary of Greek
διασίδι — και διάσιμο, το 1. στημόνι αργαλειού 2. πανί που υφαίνεται στον αργαλειό 3. η υφαντική εργασία … Dictionary of Greek